ημεροσκόπος

ημεροσκόπος
ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)-* + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστερο-σκόπος, οιωνο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡμεροσκόπος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόποις — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut dat pl ἡμεροσκόπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόπους — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem acc pl ἡμεροσκόπος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόπων — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem/neut gen pl ἡμεροσκόπος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόποι — ἡμεροσκόπος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκόπον — ἡμεροσκόπος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερόσκοποι — ἡμερόσκοπος watching by day masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροσκοπώ — ἡμεροσκοπῶ, έω (Α) [ημεροσκόπος] είμαι ημεροσκόπος* …   Dictionary of Greek

  • Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma …   Wikipedia Español

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”